- καλαμινθίτης
- κᾰλᾰμινθ-ίτης [pron. full] [ῑ] οἶνος, ὁ, wineA flavoured with mint, Dsc.5.52.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλαμινθίτης — ὁ (Α) (ενν. οίνος) κρασί που παρασκευάζεται με μίνθη*, με μέντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλαμίνθη + ίτης (πρβλ. ρητιν ίτης)] … Dictionary of Greek
καλαμινθίτης — καλαμινθί̱της , καλαμινθίτης flavoured with mint masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)